τάραχον

τάραχον
τάραχος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • προσβώμιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά σε βωμό («τὸν τάραχον τοῑς προσβωμίοις ἵπποις καὶ βουσὶν ἐπιβάλλοντες», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βωμός + επίθημα ιος) …   Dictionary of Greek

  • υπεναντιότητα — η / ὑπεναντιότης, ητος, ΝΑ [ὑπεναντίος] νεοελλ. (λογ.) η σχέση μεταξύ δύο υπενάντιων κρίσεων αρχ. διαφωνία, αντιλογία («τὸν μέγιστον τάραχον ἐν ταῑς ψυχαῑς αὕτη ὑπεναντιότης παρασκευάσει», Επίκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”